Θυμάμαι ένα πρωί σε ξένο σπίτι με κόσμο πεταμένο σε έπιπλα. Ο καθένας ξύπνησε μόνος του και εκείνη έφυγε, κι ας ήθελες τόσο πολύ να κάτσει. Και μετά έφυγα κι εγώ, και ήταν πολύ πρωί για να καταλάβω ότι έλεγα, πρακτικά, αντίο.
Είναι δύσκολο καμιά φορά, όταν απομακρύνεσαι περπατώντας από μια συναυλία, να προσδιορίσεις πότε ακριβώς σταματάς να ακούς τη μουσική και σου τραβάει την προσοχή ο θόρυβος του δρόμου. Τα βήματα σου σε οδηγούν, αργά, αμείλικτα αλλού, μα δεν το καταλαβαίνεις γιατί αυτό που σε χωρίζει δεν υπάρχει.
Μου αρέσει μεν το κείμενο. Όπως και το προηγούμενο. Έστω και αν δεν ξέρω τις αναφορές. Αλλά να τολμήσω να πω οτι μου αρέσει περισσότερο να διαβάζω τα κείμενά σου που δεν είναι ελληνικά? Πομ πομ πομ.
ΑπάντησηΔιαγραφή